- ἁλλόμενος
- ἅλλομαιsal-pres part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… … Dictionary of Greek
εξωκοιτίδες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των σκομβρεσοχιμόρφων. Πρόκειται για μικρά ψάρια, μήκους 20 30 εκ. Σε σύγκριση όμως με το μέγεθός τους έχουν πολύ μεγάλα στηθικά και ενίοτε πυελικά πτερύγια, με τα οποία πραγματοποιούν άλματα (200 300 μ.) έξω από το… … Dictionary of Greek